Εννι9 στις δέκ9

15 Αυγούστου, 2012

(προτεινόμενο soundtrack: Radiohead – House of cards)

Image

Να κι ένας σωστός τρόπος να πεις πως με τον ένα ή τον άλλο τρόπο είσαι στα ίδια. Τελευταία φορά που μπήκα στον κόπο να γράψω μια λέξη εδώ ήταν στις 3 Ιουνίου του 2010. Τρεις. Ιουνίου. Δύο. Χιλιάδες. Δέκα.

Δεν είχα σκεφτεί πως αυτή η ημερομηνία συμπίπτει πάνω-κάτω χρονικά με την περίοδο που ήμουν τρελός για μια κοπέλα. Τη σκεφτόμουν συνεχώς και δεν ήξερε κανείς τίποτα γι’αυτό. Και με μια πρόχειρη σκέψη, μπορώ να υποθέσω πως η όρεξη μου για αυτό που ονομάζουμε blogging συγκυριακά καλύφθηκε από την όρεξη μου για αυτό που λέμε «έρωτας». Και να ‘μαστε πάλι εδώ. Δεκαπέντε. Αυγούστου. Δύο. Χιλιάδες. Δώδεκα. «Χωρισμένος» πλέον. Ο κόσμος ξέρει πως δεν την σκέφτομαι και πως δεν ξέρει κανείς τίποτα γι’αυτό.

Υπάρχει μια τάση που λέει πως από τη στιγμή που «χωρίζεις» αφήνεις τα πάντα πίσω σου. Παρελθόν, σωστά? Ποιός νοιάζεται?

Ξέρω γω… δεν ξέρω. Υποθέτω πως οι άνθρωποι. Οι άνθρωποι νοιάζονται. Οι συμπεριφορές όχι.
Οι συμπεριφορές δε δίνουν δεκάρα. Οι άνθρωποι όμως πίσω από αυτές? Ούτε ξεχνάν ούτε σβήνουν, ούτε τίποτα. Απλώς νοιάζονται. Νοιάζονται και εννιά στις δέκα εθελοτυφλούν. Μην τύχει και τρίξει το τραπουλένιο παλατάκι που με προσοχή χτίζουν εδώ και καιρό.

«Τέλος πάντων». Ωχ, «τέλοσπάντων» ήθελα να πω…

Σ.

Ευχαριστώ για το τσιγάρο, αναπτήρας παίζει?

3 Ιουνίου, 2010

Το κάπνισμα είναι άμεσα συνδεδεμένο με τη γλώσσα του σώματος. Ο τρόπος που κρατάς το τσιγάρο, το πως το ανάβεις, η χρονική απόσταση από τζούρα σε τζούρα, το πως φυσάς τον καπνό, από που φυσάς τον καπνό, πόση ώρα αφήνεις τη στάχτη πάνω στο τσιγάρο, πως χτυπάς το τσιγάρο στο τασάκι, το σβήσιμο της γόπας, ΟΛΑ ΑΥΤΑ ΚΑΙ ΟΧΙ ΜΟΝΟ δίνουν στον παρατηρητή έναν απίστευτα μεγάλο όγκο πληροφοριών για το ποιός είναι αυτός που καπνίζει έτσι. Αλλά ας τα αφήσουμε αυτά για τη συνέχεια. Το λιεπόν, έχουμε και λέμε:

Chapter THREE: Στο Γυμνάσιο
(Κάπου εδώ ακούμε Terror X Crew: Hip Hip Hooligan)

Μιλάμε για άγρια σκηνικά. Γυμνάσιο και οι αλλαγές ραγδαίες. Νέες παρέες, άλλος αέρας. Τα παιγνίδια σιγά σιγά από ατομικά γίνονται ομαδικά. Αφήνω τα Playmobil και πιάνω τη μπάλα. Μου τη σπάει ο Mighty Max και πορώνωμαι με τους Power Rangers. Αρχίζω να αντιλαμβάνομαι υποτυπωδώς τη λειτουργία αυτού που έχω ανάμεσα στα πόδια μου κι αυτό μου αρέσει. Νοιώθω στο πετσί μου πως το τσιγάρο είναι ένα από τα απαραίτητα στοιχεία για να γίνεις αποδεκτός, τουλάχιστον στη δική μου παρέα. Και για να γίνω πιο σαφής, μιλάμε για παιδιά που έμεναν στα γύρω χωριά και κάθε πρωι ερχόταν με το λεωφορείο στο Ηράκλειο. Βουκολικές καταστάσεις!
Τα απογεύματα κάναμε κοπάνες από το φροντιστήριο και κλέβαμε καμμιά κότα από το κοτέτσι της γειτόνισας, πηγαίναμε στο σπίτι του Θανάση Τ. και τη μαγειρεύαμε. (όχι πως εγώ ήξερα να μαγειρεύω στη Δευτέρα Γυμνασίου, τα παιδιά όμως ήταν μανούλες από τα 3 τους). Στην τάξη ο καθένας κουβαλούσε ό,τι είχε και δεν είχε, αλλά σαν παρέα είχαμε ιδιαίτερη αδυναμία στα κάστανα. Δεν ξέρω γιατί, μη με ρωτήσετε. Ήταν το σκηνικό τέτοιο. Πιάνεις το κάστανο και το βάζεις κάτω από το πόδι της καρέκλας, του παίζεις μια και *κλάκ* ανοίγει. Τι μαλακίες θυμάμαι τώρα.! Ας παραληρήσω λίγο ακόμη, δε βλάπτει 🙂 Ήταν η ίδια εποχή που είχα γίνει εξπέρ στην μίμηση του γραφικού χαρακτήρα του φιλολόγου, και δικαιολογούσα απουσίες στο απουσιολόγιο, ενυπόγραφες μάλιστα! Όταν η κατάσταση ξέφευγε, απλώς έγραφα έξτρα μαθήματα στο βιβλίο ύλης με αποτέλεσμα να τρώει τα κομμάτια του ο φιλόλογος μέχρι να ξεκαθαρίσει τι μαλακία παίχτηκε. Συνεπώς, η μισή διδακτική ώρα χαμένη, άρα: κι άλλα κάστανα!

Back to reality… Τότε το τσιγάρο για μένα ήταν «η μαγκιά.» Το ίδιο ήταν και για τους υπόλοιπους. Αρχίζεις και ανακαλύπτεις αυτή τη γλώσσα του σώματος που κρύβεται πίσω από αυτή τη γαμάτη (κατά τα άλλα) συνήθεια. Βλέπεις τους μεγάλους, και ό,τι κάνουν απλώς το καταγράφεις στη μνήμη σου και το μοιράζεσαι με τους υπόλοιπους την επόμενη μέρα στο σχολείο. Πετάς και κανένα σαλιωμένο κομμάτι χαρτί φυσώντας το στο καλαμάκι του Bic και όλα κυλάνε ρολόι.
Μέσα σε όλα αυτά αρχίζει και κάνει την είσοδό του ο όρος «τράκα.» Αυτή η γαμημένη η τράκααααα!!!! Παρανοική διαδικασία, βασισμένη στο αρχέγονο και γαμάτο ανταλλακτικό εμπόριο. Ζητάς τσιγάρο? Δίνεις γαριδάκια. Ή μια δυο δαγκωνιές από το τοστ στο διάλλειμα. Ή τσιγάρο κάποια άλλη φορά. Ποτέ όμως δεν ξεχνάς ποιοί σου χρωστάνε και σε ποιούς χρωστάς. Το χαρτζηλίκι είναι μετρημένο, το ίδιο και τα τσιγάρα. Μετράς, υπολογίζεις, εκτιμάς ενδεχόμενες αφραγκίες φίλων, μπακαλοκατάσταση! Στις κακές μέρες έκλεβα από τον πατέρα μου κανένα χιλιάρικο ο οποίο πήγαινε «υπέρ πίστεως και πατρίδος»,  που σε ελεύθερη μετάφραση αυτό σημαίνει «τσιγάρα και Mortal Kombat στα ηλεκτρονικά του Μελέτη.»
Γυμνάσιο λοιπόν. Όμορφος κόσμος. Όμορφα πλασμένος. Όμορφος κόσμος, ανθισμένος. Όμορφος κόσμος…

-ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ-

Φιλαράκι να σου πάρω ένα τσιγάρο?

29 Μαΐου, 2010

Πραγματικά δεν ξέρω από που να ξεκινήσω. Υποπτεύομαι πως μια καλή αρχή για ένα τέτοιο κείμενο είναι ένα flashback στα παιδικά μου χρόνια…

Chapter ONE (τώρα θυμήθηκα το σάπιο boy band. Μπλιαχ!)

Η πρώτη μου επαφή με τον κόσμο του καπνού ήταν από όταν θυμάμαι τον εαυτό μου. Αν και οι γονείς μου δεν κάπνιζαν (ούτε και καπνίζουν), οι παππούδες μου φρόντιζαν να αναπληρώνουν αυτό το κενό με ατελείωτα πακέτα, ραδιοφωνάκι στο χέρι και εφημερίδα με ελληνικό καφέ πάνω στο τραπέζι. Φυσικά όπως όλα τα εγγόνια, εικόνες σαν κι αυτή απέκτησαν μυθικές διαστάσεις στο μυαλό μου. Οι παππούδες έστελναν το μικρό τους εγγονάκι στο περίπτερο για τσιγάρα κι έτσι η πρόσβαση σε ένα πακέτο τσιγάρα ήταν πιο εύκολη από ένα σακουλάκι Pacotinia.
Τρελή ανάμνηση: Ο παππούς μου όταν δεν είχε σταχτοδοχείο για να σβήσει το τσιγάρο του, έφτυνε στην παλάμη του και με περισσή μαεστρία βύθιζε το ετοιμοθάνατο τσιγάρο. Υπήρχε κάτι τελετουργικό σε αυτό, που με άφηνε, με το στόμα ανοιχτό! Anyway… συνεχίζω…
Η πολυκατοικία στην οποία μεγάλωσα είχε στην είσοδό της μια τεράστια ξύλινη κατασκευή από 24 γραμματοκιβώτια, όσα και τα διαμερίσματα δηλαδή. Τα περισσότερα από αυτά ήταν ξεκλείδωτα και όπως καταλαβαίνετε για ένα μικρό παιδί 24 γραμματοκιβώτια ισοδυναμούν με ατελείωτα σενάρια κλεισμένα σε μικρές πορτούλες που σε παρακαλούν να τις ανοίξεις. Γιατί τα λέω όμως όλα αυτά? Η πολυκατοικία βρίσκεται ακριβώς δίπλα από ένα συγκρότημα τεσσάρων σχολείων. Όσα παιδιά δεν ήθελαν να κρατάνε μαζί τους το απαγορευμένο αντικείμενο, το καταχώνιαζαν σε κάποιο από αυτά τα ξύλινα γραμματοκιβώτια. Και πιστέψτε με: ήταν πολλά αυτά τα παιδιά…

Chapter TWO:  Το πρώτο μου τσιγάρο.

Αν δεν κάνω λάθος ήταν το 1994. Τη χρονιά που η Εκκλησία της Αγγλίας χειροτόνησε την πρώτη γυναίκα πάστορα, την χρονιά που τα τίναξε ο Curt Cobain, τη χρονιά που ο  Ayrton Senna γεύεται μια και καλή τον ψόφο στην πίστα του San Marino, την ίδια χρονιά που ξεκινούν επανάσταση οι Zapatistas, ένα μαλακιστίρι από το Ηράκλειο Κρήτης ανοίγει για ακόμη μια φορά ένα ξύλινο γραμματοκιβώτιο, αποφασισμένο αυτή τη φορά να δοκιμάσει τι στο διάολο κρατάνε όλοι οι μεγάλοι στα χέρια τους.
Το πρώτο μου τσιγάρο ήταν ένα Silk Cut άσπρο. Το κάπνισα στο υπόγειο της πολυκατοικίας, ξαπλωμένος μπρούμυτα στηριγμένος στους αγκώνες μου, και δεν είχα την παραμικρή ιδέα τι έκανα. Για να είμαι ειλικρινής δε θυμάμαι αν μου άρεσε ή όχι, δεν θυμάμαι αν ρούγηξα τον καπνό ή αν έβηξα, αυτό που θυμάμαι στα σίγουρα είναι πως εκείνη τη μέρα αγαπούσα τον παππού μου περισσότερο κι από τα γαμημένα τα Pacotinia…
Καλοκαίρι του 1994 λοιπόν. Η ίδια χρονιά που τελείωσα το Δημοτικό, που έκανα τον αριστερό μου ώμο ψίχουλα μετά από σαβούρα με το ποδήλατο, η ίδια χρονιά που στράβωσα γιατί δεν κυρήχθηκε εθνικό πένθος για τη Μελίνα Μερκούρη που μας άφησε χρόνους.

-ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ-

Αυτό είναι μια άλλη ιστορία.

14 Μαΐου, 2010

Στην Τόνια

Υπάρχουν παραπάνω από ένας τρόποι για να διηγηθείς μια ιστορία. Ένας από τους ενδεδειγμένους είναι να έχεις ζήσει αυτό που διηγείσαι, να λες την αλήθεια. Ένας άλλος τρόπος (και με αυτόν θα ασχοληθώ) είναι να ζεις την ιστορία τη στιγμή που τη διηγείσαι. Δύσκολο, αλλά ταυτόχρονα συναρπαστικό. Σαν τη φωτογραφία. Έβγαλα την πρώτη μου φωτογραφία όταν ήμουν 6 χρονών. Σκάλιζα στα πράγματα του πατέρα μου όταν ανακάλυψα μια φωτογραφική μηχανή –από τις αναλογικές- της δεκαετίας του ’70. Υπήρχε επίσης ένα φωτόμετρο, καθώς και ένα εγχειρίδιο λειτουργίας γραμμένο στα ρωσικά. Ακόμη και τώρα δεν έχω μπει στον κόπο να το μεταφράσω και ο λόγος είναι απλός. Το φως και ο τρόπος με τον οποίο αυτό χαϊδεύει –η και χτυπάει- τα αντικείμενα γύρω μας είναι αδύνατον να περιγραφεί από οποιοδήποτε εγχειρίδιο! Αντίθετα, αυτό που μπορεί να περιγράψει μια (θεωρητικά επιτυχημένη) φωτογραφία είναι η αίσθηση που προκαλεί ο κόσμος γύρω σου τη στιγμή του «κλικ»… Τα χρόνια περνούν. Το συνηθίζουν άλλωστε. Και γω, στα 27 μου τώρα πια εξακολουθώ να φωτογραφίζω τον κόσμο με την ίδια αθωότητα της πρώτης φοράς, με απαράλλαχτη την ευχαρίστηση που μου προκαλούσε η κρυφά δανεισμένη μηχανή του πατέρα μου. Και δεν πρόκειται να σταματήσω να την απολαμβάνω γιατί έχω βρει έναν πολύ καλό τρόπο για να λέω τις ιστορίες μου. Έναν ιδανικό τρόπο να φιλτράρω τον παραγεμισμένο από άχρηστες πληροφορίες κόσμο στον οποίο ζω. Ένα μαγικό παράθυρο το οποίο παραδόξως δεν έχει θέα προς τα έξω, αλλά μέσα μου. Όμως, το τι βλέπω από κει είναι μια άλλη ιστορία…

Σ.

Φωτογραφία: Μάριος Μπαρμπέρογλου

New Season: Spring

24 Μαρτίου, 2010

Τις προάλλες ανακάλυψα ότι υπάρχουν σημειωματάρια με κίτρινο χαρτί αντί για άσπρο. Πόσο γαμάτο είναι αυτό? Μου έρχονται διάφοροι συνειρμοί με το κίτρινο χρώμα: post-it, σεναριογράφος, ντετέκτιβ, κάποιο κομμάτι χαρτί ξεχασμένο στη χαραμάδα του καναπέ, βιαστικό σημείωμα στο συγκάτοικο, χαρτί για ψώνια, ΑΕΚ, και δε συμμαζεύεται. Αρχίζω να πείθω τον εαυτό μου ότι αν αρχίζω να γράφω πάλι στο χαρτί, το κίτρινο αυτή τη φορά, η έμπνευσή μου θα επιστρέψει. Και για να είμαι ειλικρινής δε θα ήταν καθόλου άσχημο αυτό.

Τώρα που έχω πλέον το δικό μου χώρο, αρχίζω και βρίσκω τον εαυτό μου. Αυτό που στην αρχή φυτοζωούσε το σπίτι της οικογένειάς μου, είναι έτοιμο να ξεχυθεί στους τοίχους του δικού μου, με φωτογραφίες, κολλάζ, γκράφιτι και σκόρπιες ιδέες σε κίτρινο χαρτί. Το μόνο που μου λείπει είναι μια κάμερα και καμιά δεκαριά ψώνια να κάνουμε ταινία. Αλλά που θα πάει, θα γίνει κι αυτό.

Μήπως όμως αυτό έχει να κάνει και με τον ερχομό της άνοιξης? Πολύ πιθανόν.

Τέρμα το πάπλωμα, ζήτω η λεπτή κουβέρτα!
Τέρμα το πουλόβερ, ζήτω το φούτερ!
Τέρμα η βροχή, ζήτω η λιακάδα!
Τέρμα το κρύο, ζήτω η ζέστη!
Τέρμα το βουνό, ζήτω η θάλασσα!
Τέρμα τα κεφάλια μέσα, ζήτω το διάλλειμα!
Τέρμα τα studio, ζήτω οι πρόβες!
Τέρμα οι πρόβες, ζήτω οι παραστάσεις!

Και πάει λέγοντας…

Σ.

Picture by Rebecca Guay

Το φιλμ νουάρ

9 Μαρτίου, 2010

Το κείμενο που ακολουθεί είναι απόσπασμα από το βιβλίο του Στάθη Βαλούκου «Ιστορία του Κινηματογράφου.»

Στα χρόνια του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, πρωτοεμφανίστηκε στον αμερικανικό κινηματογράφο ένα χαρακτηριστικό ύφος αστυνομικών και γανγκστερικών ταινιών. Το νέο ύφος ονομάστηκε φιλμ νουάρ, προφανώς λόγω των ομοιοτήτων που διαπιστώθηκαν ανάμεσα στις ταινίες και ορισμένα μυθιστορήματα δημοσιευμένα στα λαϊκά αστυνομικά περιοδικά (pulp magazines) της δεκαετίας του ’30. Αυτά τα μυθιστορήματα είχαν μεταφραστεί και αναδημοσιευτεί σε μια αντίστοιχη σειρά γαλλικών περιοδικών με υπό τον γενικό τίτρλο «Μαύρη σειρά» (Serie noire). Όταν μετά τον πόλεμο, οι γάλλοι κριτικοί, βλέποντας συγκεντρωτικά όλες τις αμερικανικές ταινίες που είχαν χάσει λόγω των εχθροπραξιών, διαπίστωσαν την ύπαρξη σ’αυτές ενός ενιαίου ύφους, αναζητώντας μια κατάλληλη ονομασία για να το προσδιορίσουν, κατέληξαν στον όρο «φιλμ νουάρ.»

Ο όρος καθιερώθηκε από την ευρωπαϊκή κριτική, αλλά στην Αμερική ακούστηκε πρώτη φορά το 1955, όταν κυκλοφόρησε το βιβλίο των Remon Bord και Etien Someton Πανόραμα του αμερικανικού φιλμ νουάρ, κι έγινε οριστικά αποδεκτός στα τέλη της δεκαετίς του ’60, όταν ένα μέρος της αστυνομικής λογοτεχνίας αναβαθμίστηκε στη συνείδηση του κοινού και αναθεωρήθηκε η αξία συγγραφέων όπως ο Raymond Chandler και ο Dasiel Hammet, οι οποίοι ανυψώθηκαν από το ταπεινό σκαλί του συγγραφέα παραλογοτεχνίας στο επίπεδο του λογοτέχνη.

1. Το στιλ νουάρ
Τέσσερα είναι τα χαρακτηριστικά στοιχεία που προσδιορίζουν αυτό το ξεχωριστό ύφος ταινιών: η αισθητική της εικόνας, οι χαρακτήρες των ηρώων, η τεχνική της αφήγησης και η ιδιαίτερη σημασία των ήχων.
Το πρώτο χαρακτηριστικό, η αισθητική της εικόνας (οπτική φόρμα), επηρεάστηκε από δύο τελείως διαφορετικές μεταξύ τους υφολογικές σχολές: πρωτίστως από τον εξπρεσιονισμό και σε αρκετά μικρότερο βαθμό από το νεορεαλισμό. Στην πρώτη περίοδο του νουάρ (δεκαετία ’40), ο εξπρεσιονισμός που ήρθε στο Hollywood μαζί με τους ευρωπαίους σκηνοθέτες, κυρίως τους γερμανούς πρόσφυγες Fritz Lang, Max Ofils, Billy Wilder, Robert Siodmak, William Dieterle, Otto Preminger και άλλους, επέδρασε και συνέβαλε στην τελειοποίηση της χαρακτηριστικής φόρμας τους νουάρ. Η επίδραση δεν συνίσταται απλώς στα έντονα κοντράστ της φωτογραφίας, αλλά σε ολόκληρη την αισθητική κληρονομιά του γερμανική εξπρεσιονισμού (παραμόρφωση εικόνας, απροσδόκητες γωνίες λήψης, καθρεπτίσματα, λοξά καδραρίσματα, κλειστοφοβικές συνθέσεις κάδρου κλπ). Το δεύτερο κίνημα που επέδρασε, ήταν ο ιταλικός νεορεαλισμός ο οποίος εμφανίστηκες μετά τον πόλεμο και επηρέασε αργότερα το φιλμ νουάρ (στις αρχές της δεκαετίς του ’50), κυρίως λόγω της οικονομικής κρίσης που επέφερε η εμφάνιση της τηλεόρασης. Τα γυρίσματα σε φυσικά ντεκόρ, ένα πιο ευλύγιστο ντεκουπάζ, η «φλατ» εικόνα, οι περιορισμένοι προϋπολογισμοί και η χρήση σχετικά αγνώστων ηθοποιών αποτελούν το σημαντικότερο μέρος της ιταλικής υφολογικής κληρονομιάς. Το νουάρ υλοποίησε τις παραπάνω παραδοχές στο χώρο της αισθητικής και, προσθέτοντας τις αμερικανικές κατακτήσεις της σκηνοθεσίας σε «βάθος πεδίου», δημιούργησε μια θαυμαστή ενότητα οπτικής φόρμας.

Το δεύτερο σταθερό σημείο του νουάρ είναι η ψυχολογία. Ακριβέστερα, η ψυχοσύνθεση των ηρώων του. Αν θελήσουμε να σκιαγραφήσουμε έναν τέτοιο ήρωα (χαρακτήρα), θα πρέπει να συμπεριλάβουμε στην περιγραφή μας δύο στοιχεία: τη βαριά μοίρα που τον συνθλίβει, και (απόρροια του πρώτου) την απελπισία, την υπαρξιακή αγωνία που τον διακατέχει, την προσδοκία του μοιραίου που παίρνει τη μορφή της απόγνωσης. Πράγματι, από τους καταπιεσμένους βετεράνους του πολέμου (Άνθρωποι του αίματος, Γαλάζια ντάλια) ως τις ψυχωτικές φιγούρες (Διπλό αίνιγμα, Σκοτεινό παρελθόν, Άνθρωπος στην παγίδα), από τους καταπιεσμένους μικροαστούς που κάνουν την επανάστασή τους (Η σκύλα, Η γυναίκα της βιτρίνας, Η λεωφόρος της Δύσεως0 μέχρι τους ντετέκτιβ που διερευνούν μυστηριώδεις υποθέσεις (Με διπλή ταυτότητα, Διπλό αίνιγμα), κι από τα καταστροφικά προφίλ γυναικών (Το γεράκι της Μάλτας, Η μεγάλη κάψα, Ηγυναίκα της βιτρίνας, Τζίλντα, Η Λεωφόρος της Δύσεως), μέχρι τους ψυχρούς εκτελεστές (Οι δολοφόνοι), όλες αυτές οι απελπισμένες και μοναχικές φιγούρες που πρωταγωνιστούν στις ταινίες, προσπαθούν κυρίως για ένα πράγμα: να ξεφύγουν απ’τη μοίρα που σφραγίζει το προσωπικό τους δράμα.

Τρίτο χαρακτηριστικό είναι η εξαιρετικά τομηρή για τα μέτρα της εποχής ασυνεχής και όχι σπάνια σπασμωδική τεχνική της αφήγησης, με κύρια χαρακτηριστικά το φλασμπάκ και την αφήγηση off. Στην αρχή της ταινίας του Robert Siodmak Οι δολοφόνοι (1946), ένας άντρας περιμένει καρτερικά να τον σκοτώσουν δύο πληρωμένοι δολοφόνοι, κάτι που δεν αργεί να συμβεί. Η υπόλοιπη ταινία, μέσα από τις έρευνες ενός πράκτορα ασφαλιστικής εταιρίας, είναι ένα μεγάλο φλασμπάκ που μας οδηγεί ξανά στην αρχή της. Αυτή η τεχνική του φλασμπάκ αποτελεί τον άξονα σε πολλές σημαντικές ταινίες, οι πιο τολμηρές από τις οποίες αρχίζουν με λόγια ανθρώπων που έχουν δολοφονηθεί πριν ξεκινήσει η αφήγηση της ταινίας (Η Λεωφόρος της Δύσεως, Λάουρα), φανερώνοντας έτσι τις στενές σχέσεις των σεναρίων με τις λογοτεχνικές αφηγήσεις των pulp magazines. Αλλά και η αφήγηση off είναι πολλαπλώς παρούσα και συνοδεύει το θεατή στο υπόγειο ταξίδι του προς τις ψυχές των ηρώων. Ο Ντικ Πάουελ στο Αντίο, ωραία μου του Edward Dmytryk ο Fred McMurray στο Με διπλή ταυτότητα του Billy Wilder, ο John Garlfield στο Ο ταχυδρόμος χτυπάει πάντα δυο φορές του Tey Garnettτ, ο Orson Welles στην Κυρία από τη Σανγκάη, μας μιλούν off για τις περιπέτειές τους, ενώ την ίδια ώρα, τα υποβλητικά μουσικά μοτίβα του Franz Waxman, του Max Steiner ή του Miklos Rosza δημιουργούν μια ατμόσφαιρα γεμάτη ένταση.

Η ηχητική μπάντα είναι ο τελευταίος από τους σταθερούς παράγοντες του ύφους και παρουσιάζει μεγάλο ενδιαφέρον. Εκτός από την υποβλητική μουσική που προαναφέραμε, και οι ήχοι έχουν πρωτεύουσα σημασία στο νουάρ: ψεύτικοι λυγμοί σατανικών γυναικών, κλαψουρίσματα δειλών ανδρών, ψυχρές φωνές στις τηλεφωνικές γραμμές, στριγκλίσματα φρένων στους δρόμους, κομμένες ανάσες και λαχανιάσματα κυνηγημένων ανθρώπων, υστερικά ξεσπάσματα οργής, κλάματα, ποτήρια που σπάνε, νευτικοί χτύποι στα πεζοδρόμια γυναικείων τακουνιών, πόρτες που τρίζουν, σφυρίγματα τρένων, ήχοι μηχανών αυτοκινήτων που δεν παίρνουν μπρος, βόγκοι χτυπημένων, υπόκωφοι κρότοι πυροβολισμών, ρόγχοι ετοιμοθανάτων. Ασφαλώς, δεν υπάρχει άλλο είδος ταινιών που να αποκαθιστά στενότερη σχέση εικόνας-ήχου στην αναπαραστατική δημιουργία του κόσμου.

ΣΤΗ ΣΥΝΕΧΕΙΑ: 2. Η σημασία της μοιραίας γυναίκας. 3. Ο ντετέκτιβ και το έγκλημα.

Όποιος βιάζεται (να βγάλει συμπεράσματα) σκοντάφτει.

2 Μαρτίου, 2010

Αυτό που κάνει το ραδιόφωνο ένα επιτυχημένο μέσον είναι η μοναδική δυνατότητα που διαθέτει, να δημιουργεί μια συγκεκριμένη ατμόσφαιρα, ανάλογα την ώρα της ημέρας, τη θερμοκρασία, τη φωτεινότητα και την τοποθεσία. Αν ακούσεις το ίδιο τραγούδι σε διαφορετικό μέρος, την ίδια ώρα, δεν θα σου κάνει την ίδια αίσθηση. Σε αυτό φυσικά παίζει ρόλο και η ψυχολογία σου ως ακροατή, το πόσα ρούχα φοράς καθώς και το αν είσαι μόνος σου ή με παρέα.
Συγκεκριμένα για την επίδραση ενός «ίδιου» τραγουδιού σε καπνιστές και μη, δεν έχουν γίνει έρευνες, αλλά όσο περνάει ο καιρός το ψάχνουμε. Now, let’s talk about facts:

Φάκτ πρώτο: Έχω να καπνίσω από τις 15 Φεβρουαρίου. WOW. Μπορεί κάποιος να μου δώσει χρυσό κλειδί της πόλης, please? Πιστεύω πως το αξίζω.

Φάκτ δεύτερο: Επιτέλους, διαμέρισμα! Βρήκα ένα μικρό ισόγειο πραγματάκι, με μερικά επιπλάκια και ένα ημίδιπλο κρεβάτι για γουρουνιές (άντε και για ύπνο.) Τοποθεσία: Κάργα Κέντρο. Τιμή ενοικίου: 200ε. ΝΑΙ ΡΕ!!! Διακόσια ευρώ!
Η απόκτηση του εν λόγω σημαίνει αυτομάτως ένα-δυο πραγματάκια όπως:
-Επιστροφή στο Couchsurfing *YEAH BABY*
-Μια γάτα *NIAOY BABY*
-Όποιος θέλει έρχεται όποτε θέλει. Οι κλέφτες και οι μάνα μου εξαιρούνται.

Φάκτ τρίτο: Με ταλαιπωρεί το γυναικείο φύλο. Γενικά. Αόριστα. Τόσο μεγάλο το βάρος της ταλαιπωρίας που κλαίω από χαρά. Ειδικά τις μέρες που έχει λιακάδα…

31 Ιανουαρίου 2009, 22:55

10 Φεβρουαρίου, 2010

Είσαι στο bar της γωνίας. Μπαίνει. Έχεις πάψει να πιστεύεις οτι ένας άνθρωπος μπορεί να φωτίσει το χώρο που βρίσκεσαι μόνο με την παρουσία του.
Έχεις πείσει τον εαυτό σου πως τέτοια πράγματα γίνονται πλέον μόνο στο μυαλό σου, πως είναι απλές αυταπάτες. Κι όμως. Συμβαίνει.
Και πάνω που προσπαθείς να πείσεις τον εαυτό σου για το αντίθετο, γουστάρεις.
Σε φτιάχνει το γεγονός οτι η φαντασία σου λειτουργεί ακόμη.

Την κοιτάς. Σε κοιτάζει και κείνη. Με το λόγο αποφαστιτικότητας και αλκοόλ να μικραίνει επικίνδυνα, της μιλάς. Λόγια του αέρα. Πρωτόκολλο. Σάλια.
Προσπαθείς να εντυπωθείς στη μνήμη του άλλου. Όχι μόνο σαν εικόνα αλλά και σαν τρόπος σκέψης. Το καταφέρνεις (?)
Έχεις αγνοήσει όμως την άλλη πλευρά διότι αρκέστηκες στο γεγονός οτι με το που μπήκε φώτισε ο τόπος. Κακός παίχτης…

Κι άλλο αλκοόλ. Και καλά η λύση στο πρόβλημα όρασης που έχεις.
«Και τι άλλα?»
Τα σκάτωσες και τώρα πρέπει με χίλιες δυο «καλωσύνες» να αναπλάσεις τη χαμένη αρχική εντύπωση. Έλα όμως που η αλητεία δεν κρύβεται! Και καλά κάνει στην τελική.
Κυκλοφορεί μέρα-μεσημέρι στην πλατεία του χωριού με το μποξεράκι και δίπατα άρβυλα με σκισμένες μύτες. Τα σέρνει κι όλας για να κάνει θόρυβο περπατώντας.
Προτιμώτερο από το να κρέμεσαι πάνω σε άλλους, να μην πατάς στη Γη.
Το σιωπηλό βάδισμα πάντα δήλωνε ανασφάλεια.
Πόσο μάλλον το ανύπαρκτο.

Σ.

Μια φορά κι έναν καιρό…

18 Δεκεμβρίου, 2009

Σήμερα μου ζήτησαν να γράψω ένα παραμύθι για παιδιά.

Τι ξέρω εγώ από παιδιά?
Σάμπως ξέρω τίποτα από παραμύθια?

Το αστείο της όλης ιστορίας είναι (όπως όλοι λίγο-πολύ) έχω πει αρκετά «μη αληθή» πράγματα στη ζωή μου. Και μάλιστα ήμουν/είμαι καλός σε αυτό. Αλλά συνήθως δεν υπάρχει κάποιο «ηθικό» δίδαγμα, κάποια παραβολή πέρα από το προφανές. Πως χωρίς παραμύθια γινόμαστε απλοί, κοινοί ψεύτες.

Πως γράφεις ένα παραμύθι? Υποθέτω πως πρέπει να ανοίξεις καλά καλά την καρδιά σου, να κοιτάξεις μπόλικη ώρα στον καθρέφτη σου, για να δεις αν έχει απομείνει κάτι από το παιδί που κρύβεις μέσα σου. Αυτό το παιδί που κρύβεις μέσα σου μάλλον θα πρέπει να μπει σε μια διαδικασία πρωτόγονης αντίληψης των πραγμάτων, μέσα από ήχους, μυρωδιές, χρώματα, και υφές. Ναι… υφές…

Παίρνεις όλο αυτό το συνοθήλευμα, το στραγγίζεις, και αυτό που μένει είναι αυτό που θα ήθελες να ακούσεις αν ήσουν πάλι παιδί.  Παίρνουμε τα παθήματά μας και τα γυρνάμε από την ανάποδη, τα δίνουμε στα παιδιά μας με τη μορφή αξιών και ελπίζουμε αυτό να πιάσει για να μην πάθουν και κείνα τα ίδια. Ίσως πέφτω παντελώς έξω.

Θα δείξει. Το σίγουρο είναι πως δε θα με χαλούσε καθόλου να μπω σε αυτή τη διαδικασία. Έχω καιρό να με ψάξω, και όσο πιο διεξοδικά γίνει αυτό, τόσο αυξάνεται η πιθανότητα να δω τα σημεία εκείνα της ζωής μου στα οποία η φάση πραγματικά γαμήθηκε, και να τα γυρίσω από την ανάποδη να δω τι θα βγει.

Σ.

Χύμα (ούτε φωτογραφία)

15 Νοεμβρίου, 2009

Είναι εξασφαλισμένο ότι το συγκεκριμένο κείμενο θα το διαβάσουν λίγοι. Ευτυχώς έχω να γράψω αρκετό καιρό και αυτό γιατί δεν έβρισκα νόημα σε αυτό που έκανα. Τώρα που το «ξαναβρήκα» είπα να πω και ένα ψέμα παραπάνω. Μισώ το δυτικό κόσμο. Μισώ το δυτικό τρόπο ζωής. Μισώ το γεγονός ότι έχω αρχίσει και γίνομαι μέρος αυτού του άθλιου στην κυριολεξία πολτού από απληστία ματαιοδοξία και γαμώ την πουτάνα μου μέσα. Έχω μια καλοκλεμένη ατάκα για το οτιδήποτε συμβαίνει γύρω μου και όπως κάθε ψεύτης που σέβεται τον εαυτό του, την οικειοποιούμαι. Ξέρετε από πού άρχισαν όλα? Πριν 2 περίπου μήνες χτύπησα με το σκούτερ. Ήμουν εγώ κι η Μαιρούλα, μια φίλη. Η Μαιρούλα έσπασε τη λεκάνη και το αριστερό της ισχίο. Εγώ δεν έπαθα τίποτα. Απολύτως. Εγώ, που από τις 3 την παρακαλούσα να φύγουμε γιατί είχα πιεί πολύ και δεν την πάλευα. Που δεν ήθελα να την προσβάλω, να την αφήσω μόνη της. Πάρτα Στέλιο. Δικά σου. Στο χέρι. Ive lost my edge. Και δεν είμαι καν σίγουρος αν υπήρξε ποτέ edge. Το μόνο που ξέρω είναι ότι για να ξεκινήσω κάτι και να το τελειώσω, χρειάζεται μια θεία παρέμβαση, η μια γυναίκα που να είναι η πιο cool εκδοχή της μάνας μου. Να ακούω όσα μου λέγονται εδώ και χρόνια, χωρίς ατελείωτη αγάπη. Τελικά το να σε αγαπάνε ολοκληρωτικά δεν είναι και ό,τι καλύτερο. Μέσα σε αυτή την ατελείωτη αγάπη και την ανεπιτήδευτη καλωσύνη χρειάζεται να ακούς και κανένα μπινελίκι. «Ξύπνα» «Άντε γαμήσου» «Ποιος νομίζεις ότι είσαι?» Τέτοια πράγματα. Τώρα η ποτέ Όλα ή τίποτα Μέρα ή νύχτα. Ποιος μαλάκας τα έχει κάνει όλα τόσο απόλυτα? Χώρος για το γκρι δεν υπάρχει? Σε λίγο ρε φίλε. Λίγα. Σούρουπο ή ξημέρωμα Άντε και γαμήσου. Ημίμετρα. Γουστάρω τα ημίμετρα. Διπλωματία. You know? Δειλός. Κότα. Εδώ άλλοι που έχουν την εξουσία να αλλάξουν πράγματα είναι κότες, δειλοί, διπλωμάτες, πολιτικοί κλπ. Εγώ θα ξεχωρίσω? Γιατί? Προεξέχοντας το πνεύμα μου είναι πιο εύκολο να αποκεφαλιστεί. Στη μέση ρε. Στη μέση, ούτε ψηλά ούτε χαμηλά. Αν θέλω ψηλά θα κοιτάξω προς τα πάνω, θα υψώσω το βλέμμα μου, όχι το ανάστημά μου. Για μαλάκες ψάχνετε? Να το παίξω επαναστάτης τώρα? Χωρίς λόγο? Κι όταν χρειαστεί? Όταν υπάρξει λόγος? Να σκύψω? Να πάτε να χεστείτε. Όλοι σας. Άκους εκεί… «Προσωπικότητα». «Διαφορετικότητα» Μαλακίες. Ποιος δίνει σημασία στην προσωπικότητα? Και ποιος στη διαφορετικότητα? Όλοι είναι στην κοσμάρα τους. Κι αυτοί που πραγματικά δίνουν σημασία κρύβονται ή κάτι τέτοιο τέλοσπάντων. Κρατούν αυτό που έχουν ως κόρη οφθαλμού. Γιατί αν το χάσουν χάθηκαν. Σαν κι εμένα. Χάθηκα man. Κι άντε να βρω το δρόμο. Και δεν είσαι εδώ να μου κρατήσεις το χέρι. Το λιγότερο που έχεις να κάνεις είναι να μου πεις «μαλάκα εγώ στα’λεγα.» Αλλά δε θα το κάνεις γιατί εγώ ήμουν αυτός που σε έδιωξα. Εγώ. Εγώ. Μαλακισμένη λέξη…

Σ.